- αχαμνίζω
- (Μ ἀχαμνίζω) [αχαμνός]1. κάνω κάποιον αχαμνό, τον εξασθενίζω2. χαλαρώνω3. απολύω, αφήνω ελεύθερο4. γίνομαι αχαμνός, αδυνατίζω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αχαμναίνω — υνα, και αχαμνίζω ισα, αδυνατίζω, λιγνεύω: Πολύ αχάμνυνε τ άλογό σας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)